κλωνισμός

κλωνισμός
ο
βιολ. τεχνική που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια ιστών και χάρη στην οποία όλα τα κύτταρα που λαμβάνονται προέρχονται από ένα μόνο κύτταρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clonage < clon- (πρβλ. κλών, -ός) + κατάλ. -age που αποδίδεται με την -ισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”